- πυραμοειδής
- πυραμοειδήςpyramidalmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυραμοειδής — ές, ΝΑ ο όμοιος ως προς το σχήμα με πυραμίδα, πυραμιδοειδής νεοελλ. ανατ. σχηματισμός σε σχήμα πυραμίδας (α. «πυραμοειδές οστό» β. «πυραμοειδής μυς τής κοιλίας» γ. «πυραμοειδής μυς τού αφτιού» δ. «πυραμοειδής μυς τής μύτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει… … Dictionary of Greek
ανακαμπτίδα η πυραμοειδής — (anacamptispyramidalis).Είναι το μοναδικό είδος του ομώνυμου γένους μονοκοτυλήδονων φυτών, ιθαγενές της κεντρικής και μεσογειακής Ευρώπης, της δυτικής Ασίας και της βόρειας Αφρικής. Πρόκειται για πολυετές φυτό ύψους 26 έως 60 εκ. με ωοειδείς,… … Dictionary of Greek
πυραμοειδῆ — πυραμοειδής pyramidal neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πυραμοειδής pyramidal masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πυραμοειδής pyramidal masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραμοειδεῖ — πυραμοειδής pyramidal masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πυραμοειδής pyramidal masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραμοειδεῖς — πυραμοειδής pyramidal masc/fem acc pl πυραμοειδής pyramidal masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραμοειδές — πυραμοειδής pyramidal masc/fem voc sg πυραμοειδής pyramidal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραμοειδοῦς — πυραμοειδής pyramidal masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραμοειδέσι — πυραμοειδής pyramidal masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραμοειδῶν — πυραμοειδής pyramidal masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek